top of page

Ποντιακά Έθιμα

Το "Μας"

Οι ιδιαίτερες σχέσεις νύφης και πεθερικών

Ο σεβασμός των νέων στους γεροντότερους επικρατούσε σε μεγάλο βαθμό στα θεμέλια της οικογένειας, στον Πόντο! Υπήρχε μάλιστα μια ιδιαιτερότητα στις σχέσεις της νύφης και των πεθερικών της. Παράδοξη βέβαια στις μέρες μας, αλλά καθόλου απίθανη για εκείνη την εποχή, η οποία απαιτούσε υπακοή της νύφης, υποταγή, δουλεία, περιορισμένη ελευθερία, παίδευση ψυχής και σώματος γενικά!

Εκείνη την εποχή λοιπόν, στον Πόντο και κυρίως στον Ανατολικό, η νιόπαντρη γυναίκα κρατούσε «Μας» στα πεθερικά της, έως και 7 χρόνια! Δεν της επιτρεπόταν δηλαδή να μιλάει στον πεθερό – στην πεθερά και σε άλλα μέλη της οικογένειας του συζύγου της, που ήταν μεγαλύτερα απ’ αυτήν, λόγω τήρησης σεβασμού και υπακοής.

Σε πολλές δε περιπτώσεις δεν επιτρεπόταν κυρίως να αντικρίσει τον πεθερό της! Χαρακτηριστική είναι η φράση: «Η νύφε κρατεί μάχ‘»

 

Η νύφη πάντοτε στεκόταν στο πόδι, μακρυά από τζάκι και ποτέ μπροστά στα πεθερικά της. Ότι ήθελε να πει το έλεγε στον ‘’διερμηνέα’’ (τον άντρα της) και αυτός το μετέφερε στους γονείς του. Αυτό το Ποντιακό έθιμο στόχευε στο να δείξει τον μεγάλο σεβασμό της νύφης απέναντι στα μέλη της οικογένειας του αντρός της, ενώ παράλληλα ήταν και ένας τρόπος αποφυγής αντιγνωμιών, ιδιοτροπιών ή και καβγάδων με τις άλλες νύφες, οι οποίες ζούσαν όλες στο ίδιο σπίτι.

Υπήρχε περίπτωση μετά από πολλά χρόνια και αφού είχε αποκτήσει δυο τρία παιδιά (στην πρώτη μόνο νύφη), να της επιτραπεί να μιλήσει στα πεθερικά της. Επίσης, το τέλος του «Μας» μπορούσε να έρθει έπειτα από χρόνια… μόνο αν θα το ζητούσαν τα πεθερικά της νύφης.

Τότε η νύφη φιλούσε το χέρι του πεθερού και της πεθεράς, ενώ εκείνοι με τη σειρά τους, της δώριζαν ένα φόρεμα. Από τη μέρα που η νύφη αποκτούσε το δικαίωμα να μιλάει με τα πεθερικά της, τον πεθερό της τον αποκαλούσε «πατέρα», την πεθερά της «μητέρα», τους κουνιάδους της «αφέντα», τις κουνιάδες της «κυρά», τον παππού «πάππο» και τη γιαγιά «καλομάνα».

 

 

Κάποτε όμως συνέβη το εξής παράδοξο, που ανέτρεψε τούτο το «κατεστημένο» στις νύφες του Πόντου…

Μια πεθερά είπε στη νύφη της να πάει να κάνει τσουχαβέλια, σκούπες δηλαδή. Η νύφη σχημάτισε με τα δάχτυλά της το σημάδι του Σταυρού και τον φίλησε. Αυτό σήμαινε πως ήταν γιορτή και δεν ήθελε να πάει να κάνει σκούπες. Συγκεκριμένα ήταν η γιορτή του Αγίου Γεωργίου και η παράδοση έλεγε πως όποιος έκανε την Άγια τούτη μέρα δουλειές, θα πάθαινε σίγουρα κακό.

Η πεθερά μάλωσε τη νύφη της και την πίεσε να πάει. Η νύφη όμως δεν υπάκουσε και η πεθερά έφυγε θυμωμένη. Ήταν εξαφανισμένη από προσώπου γης, επί μια εβδομάδα. Την έβδομη ημέρα της εξαφάνισης της, ένας τσομπάνος που έβοσκε τα πρόβατα του στο βουνό, έκατσε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί και ενώ άρχισε να παίζει τη φλογέρα του, κοίταξε άθελα του κάτω στην πέτρα και είδε ένα ζευγάρι παπούτσια και τον τόπο γεμάτο από αίματα. Διαπίστωσε τότε πως κάτω από την πέτρα βρισκόταν λιωμένο ένα γυναικείο κεφάλι, που αμέσως το αναγνώρισε. Φαινόταν μόνο λίγο από το σώμα και τα πόδια κι όπως ήταν φυσικό, ο βοσκός τρόμαξε και ειδοποίησε τους συγγενείς της νεκρής πεθεράς, οι οποίοι έτρεξαν και την ανέσυραν από κει.

Η άμοιρη νύφη της τότε μοιρολόγησε βλέποντας την και έλεγε:

«Αχ, μάνα μου, έχασα κι εσένα! Δεν γνώρισα μάνα! Εσένα γνώρισα για μάνα… Αχ, τι θ’ απογίνω! Θα υποφέρω πάλι».

Εκείνο το γεγονός, λοιπόν, στάθηκε η αφορμή κι επικράτησε από τότε να μη κρατούν οι νύφες «Μας» στα πεθερικά τους.

Το Μας

Το γεγονός που ανέτρεψε το «Μας»

Το έθιμο της “κοσσάρας”

Το έθιμο της κοσσάρας, δηλαδή της κότας στην ποντιακή διάλεκτο, πραγματοποιούνταν την ημέρα του γάμου, και συγκεκριμένα πριν οδηγηθούν ο γαμπρός και η νύφη στην εκκλησία για το στεφάνωμα. Όταν ο γαμπρός ερχόταν να πάρει τη νύφη με τη συνοδεία του (νυφόπαρμαν), μπροστά από την πόρτα στεκόταν μια θεία της νύφης και κρατούσε μια μισοβρασμένη και στολισμένη κότα πάνω σε έναν δίσκο, η οποία συνοδευόταν συνήθως από ένα ποτό, κατά προτίμηση βότκα ή κρασί. Την κότα την στόλιζαν με ό,τι έβρισκαν – δεν γινόταν ιδιαίτερη προετοιμασία. Την ετοίμαζε και την μαγείρευε η μητέρα της νύφης, αλλά δεν την έδινε η ίδια.

Για να μπορέσουν να παραλάβουν τη νύφη, ο κουμπάρος έπρεπε να αγοράσει ό,τι του πρόσφεραν πάνω στο δίσκο. Κάθε φορά όμως που πρόσφερε λεφτά, έκαναν παζάρια και του έλεγαν ότι είναι λίγα, ώσπου τελικά έδινε ό,τι του ζητούσαν.

 

Κυριακή του Θωμά: το Πάσχα των νεκρών

Μια ξεχωριστής σημασίας μέρα για τους Πόντιους. Την Κυριακή του Θωμά γιορτάζουν ένα δεύτερο Πάσχα ή καλύτερα ένα ιδιαίτερο Πάσχα, καθώς το “περνούν” με αγαπημένα τους πρόσωπα. τα οποία δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή.Το Αντίπασχα, όπως το έλεγαν, οι πιστοί πήγαιναν στο νεκροταφείο, έχοντας μαζί τους κόκκινα αυγά, αλλά και διάφορους άλλους μεζέδες. Έτσι, θεωρούσαν πως γευμάτιζαν μαζί με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα οποία δεν βρίσκονταν πλέον κοντά τους. Συγκεκριμένα πίστευαν πως οι ψυχές ανέβαιναν από τον Άδη την Ανάσταση και παρέμεναν στη γη μέχρι την Πεντηκοστή. Η επίσκεψη στα μνήματα γινόταν μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας. Τότε οι πιστοί πήγαιναν στο κοιμητήριο, όπου έκαναν τρισάγιο. Πριν ξεκινήσουν το φαγητό, έψελναν το “Χριστός Ανέστη”.

 

Οι Μωμόγεροι

Τα Χριστούγεννα στον Πόντο γιορτάζονταν με μεγάλη ευλάβεια. Ανάμεσα στα ποντιακά έθιμα που τηρούσαν ήταν και αυτό των Μωμόγερων, το οποίο πραγματοποιούνταν την περίοδο του Δωδεκαημέρου. Η ονομασία του συγκεκριμένου δρώμενου προέρχεται από τις λέξεις “μίμος” και “γέρος”. Άλλοι θεωρούν πως προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό θεό, Μώμο, ο οποίος ήταν θεός της χλεύης, της ειρωνείας και του σαρκασμού και είχε άμεση σχέση με τις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στον θεό Διόνυσο.

Κεντρικό πρόσωπο του εθίμου ήταν η νύφη, η οποία αντιπροσώπευε τη βλάστηση και τη γονιμότητα της γης. Επίσης, κεντρικά προσωπικά ήταν ο “γέρον” και ο νέος, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του δρώμενου συγκρούονταν, καθώς διεκδικούσαν και οι δυο τη νύφη. Από τη σύγκρουση αυτή νικητής αναδεικνύονταν ο νέος, με τη νίκη αυτή να συμβολίζει την αντικατάσταση του παλιού χρόνου με τον νέο.

Η ενδυμασία των Μωμόγερων αποτελούνταν από περικεφαλαία, γιλέκο, φουστανέλα, βράκα, ζώνη, φούντες και ξύλο. Τα χρώματα που επικρατούσαν στη στολή τους ήταν το μπλε και το άσπρο, τα οποία συμβολίζουν την ελληνική σημαία, καθώς και το πράσινο και το κόκκινο για να ξεγελούν τους Τούρκους. Στην περικεφαλαία τους υπήρχαν κορδέλες, κουμπιά και καθρεφτάκια.

Τους Μωμόγερους τους συνόδευαν οργανοπαίκτες, καθώς η μουσική και ο χορός ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της παράστασής του, η οποία δινόταν σε αυλές σπιτιών, διασταυρώσεις δρόμων, καθώς και σε πλατείες. Μετά από κάθε παράσταση ακολουθούσε γλέντι.

Anchor 1
Anchor 2
Anchor 3
bottom of page