Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σουμελά είναι ένα ισχυρό σύμβολο για τους Πόντιους. Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας, χαράχθηκε πάνω σε ξύλο από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά. Χαρακτηριστική για τη σημασία της είναι η δήλωση του Λεωνίδα Ιασονίδη:
«Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος»
Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ο ακριβής χρόνος ιδρύσεως της μονής της Παναγίας Σουμελά δεν είναι γνωστός.
Περίπου τον 1ο αιώνα ο Ευαγγελιστής Λουκάς αγιογράφησε
τρεις εικόνες της Παναγίας. Η παράδοση θέλει μετά τον θάνατο
του Ευαγγελιστή Λουκά, την εικόνα να την φέρνει στην Αθήνα
ο μαθητής του Ανανίας, και να την τοποθετεί σε περικαλλή ναό.
Γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκε πρώτα «Παναγία η Αθηνιώτισσα».
Στη συνέχεια η εικόνα πέταξε με θαυματουργό τρόπο από την
Αθήνα στον Πόντο. Τότε η Παναγία εμφανίστηκε σε δύο μοναχούς
, το Βαρνάβα και το Σωφρόνιο, και τους ζήτησε να ακολουθήσουν
την εικόνα και στο σημείο που θα την βρουν να χτίσουν έναν ναό.
Έτσι κι έγινε. Το 386 οι μοναχοί οδηγήθηκαν στις απάτητες
βουνοκορφές του Πόντου, στο όρος Μελά, κι εκεί με τη βοήθεια της
γειτονικής μονής Bαζελώνα έχτισαν ένα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα σε ένα σπήλαιο. Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. Μέχρι και σήμερα αναβλύζει αγιασματικό νερό μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο.
Kοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους. Εκεί λειτούργησε αρχικά και το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.
Στη μονή, που λειτουργούσε μέχρι το 1922, υπήρχαν πολύτιμα έγγραφα και αρχαία χειρόγραφα, ανάμεσά τους το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Aκρίτα.
Λίγο πριν από τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου, οι μοναχοί έθαψαν τα πολύτιμα θησαυρίσματα της μονής, δηλαδή την εικόνα της Παναγίας, τον σταυρό του Μανουήλ Γ’ Κομνηνού με το τίμιο ξύλο και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου, στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, που βρίσκεται περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά από τη μονή. Το 1930, με διπλωματικές ενέργειες μεταξύ των δύο χωρών, Ελλάδας και Τουρκίας, και χάρη στην υπομονή και επιμονή του Λεωνίδα Ιασονίδη, βρέθηκαν και δόθηκαν στην ελληνική αντιπροσωπεία, η οποία τα τοποθέτησε στο Βυζαντινό μουσείο μέχρι το 1951.Τότε, και με έκκληση των Ποντίων, ανεγέρθη στις πλαγιές του Βερμίου στο χωριό Καστανιά η νέα μονή, στην οποία τοποθετήθηκαν τα θησαυρίσματα για προσκύνημα.
Στις 15 Αυγούστου, και μετά από 88 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, έγινε για πρώτη φορά στην ιστορία της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα πατριαρχική Θεία Λειτουργία στην οποία προεξήρχε ο πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Η Παναγία Σουμελά και ο ποντιακός ελληνισμός
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η εθνική, κοινωνική και πνευματική συνεισφορά της μονής Σουμελά επί δεκαπέντε και πλέον αιώνες, έως την εξόντωση και τον ξεριζωμό των Ελλήνων του Πόντου.
Μετά το διωγμό των Ελλήνων από την περιοχή η μονή υπέστη καταστροφές και λεηλασίες από τους Τούρκους.
Οι άνδρες και τα γυναικόπαιδα που κατάφεραν να επιζήσουν από τη γενοκτονία και το καλά μεθοδευμένο σχέδιο αφελληνισμού του Πόντου πήραν αναγκαστικά το δρόμο της προσφυγιάς, κουβαλώντας μαζί τους τις μνήμες των προπατόρων τους, τους πόνους και τους καημούς της ποντιακής ρωμιοσύνης και τις εικόνες από τα εικονοστάσιατους.
Στο νέο τους αυτό ξεκίνημα, στην Ελλάδα, η Παναγία η Σουμελιώτισσα ήταν το στήριγμα και η παρηγοριά τους, η προστασία και η συντροφιά τους, το κυρίαρχο σημείο αναφοράς. Αυτήν επικαλούνταν, αυτήν παρακαλούσαν, αυτήν αισθάνονταν μητέρα τους. Το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά συμβολίζει τον Πόντο, καθώς η ακρόπολη συμβολίζει κάθε αρχαία ελληνική πόλη και την Ακρόπολη της Αθήνας – την Αθήνα