Γενοκτονία
ΠΑΡΘΕΝΑ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΟΥ
Στην Ελλάδα ήρθαμε το Φθινόπωρο του 1938. Ζούσαμε στον Καύκασο, στο χωριό Πιλένκοβο, κοντά στο Σότσι. Ήταν σε κεντρικό σημείο, παραθαλάσσιο χωριό. Εκεί ζούσαν Έλληνες, Ρώσοι και λίγοι Αρμένιοι.
Η μαμά μου καταγόταν από το χωριό Πλατανάκια του Πόντου και ο μπαμπάς μου από την Κερασούντα. Τους κυνήγησαν οι Τούρκοι και φύγαν στον Καύκασο με τον διωγμό. Ήμασταν τέσσερα αδέλφια, δύο αγόρια και δύο κορίτσια.
Το 1937 ο Στάλιν έδωσε διαταγή και μάζεψαν πολλούς άντρες και τους στείλανε στη Σιβηρία. Εκεί πέθανε ο πατέρας μου από το κρύο και την πείνα το 1943.
Εμείς την Ελλάδα την θεωρούσαμε πατρίδα μας.
Ζούσαμε καλά με τους Ρώσους, αρμονικά. Το 1933 έπεσε πείνα αλλά κάναμε καλό κουμάντο. Ο παππούς μου είχε ένα κτήμα με δαμάσκηνα και φουντούκια, είχε και ζώα. Ο μπαμπάς μου είχε μπακάλικο.
Υπήρχε στο χωριό επτατάξιο ελληνικό σχολείο, όπου μαθαίναμε εκτός από ελληνικά, ρωσικά, γεωργιανά και γερμανικά. Η μόνη εκκλησία που λειτουργούσε στην περιοχή ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Ο παπάς ήταν Έλληνας και λειτουργούσε στα ελληνικά. Όλες οι υπόλοιπες εκκλησίες ήταν κλειστές, γι’ αυτό οι Ρώσοι εκκλησιάζονταν στην δική μας εκκλησία.
Το 1938, ήμουν 15 χρονών, όταν κρατικοποίησαν το μπακάλικό μας. Τα πράγματα δυσκόλεψαν για τους Έλληνες. Τότε πήγαμε στη Μόσχα για να πάρουμε βίζα. Από την Οδησσό πήραμε καράβι, μετά από τρεις μέρες φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη και από κει στον Πειραιά. Εκεί ήμασταν πολλές οικογένειες, μας φιλοξενούσαν σε ξενοδοχεία.
Αργότερα, φτάσαμε στα χωριά της Δράμας, ενώ η γιαγιά μου από τον Πόντο μετά την καταστροφή ζούσε στην Καλαμαριά. Τη γιαγιά μου από την πλευρά της μαμάς μου εδώ την γνώρισα, στην Ελλάδα. Ζήσαμε στο Νευροκόπι μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι σπαρακτικές επιστολές των μελλοθάνατων του Πόντου λίγο πριν εκτελεστούν
Η τραγωδία μέσα από τα γερμανικά και τα αυστριακά έγγραφα
Εκατοντάδες επιφανείς προσωπικότητες του Ποντιακού Ελληνισμού οδηγήθηκαν τέλη καλοκαιριού με αρχές φθινοπώρου του 1921 στην κρεμάλα από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ, καταδικασμένοι από το κατ’ επίφασιν δικαστήριο που είχε στηθεί στην πόλη της Αμάσειας. Κάποιοι εξ αυτών, όμως, κλεισμένοι μέσα στη φυλακή, έγραψαν λίγο πριν πεθάνουν επιστολές προς τα αγαπημένα τους πρόσωπα, μερικές εκ των οποίων έχουν διασωθεί και αποτυπώνουν ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Ο στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης των Νεότουρκων Μουσταφά Κεμάλ φωτογραφημένος το 1918. Μετέπειτα θα λάβει το προσωνύμιο Ατατούρκ.
Ν. Καπετανίδης: «Θαρσείτε και καρτερείτε»
Ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Εποχή» της Τραπεζούντας, Νικόλαος Καπετανίδης, έστελνε μέχρι την τελευταία στιγμή γράμματα στο σπίτι του, παρηγορώντας τους δικούς του ανθρώπους. Οπως έγραφε, «θα μάθετε από τους ολίγους που θα περισωθούν, ότι μήτε το θάρρος μήτε η ψυχραιμία μ’ εγκατέλειψαν ως την τελευταία μου στιγμή... Εντούτοις η ψυχή μου βαρύτατα πενθεί διότι σας αφήνω για πάντα... Τέτοιος θάνατος σαν τον δικό μου είναι ωραίος, δοξασμένος... Γι’ αυτό μη λυπηθήτε... Εσύ, μανούλα μου, εγκαρτέρησε. Ετίμησα τα στήθια σου και τ’ όνομά σου με τον θάνατό μου... Ο θάνατος είναι τιμή για όλους μας. Θαρσείτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει...». Ο Καπετανίδης υπήρξε συνεπής με τα γραφόμενά του μέχρι την έσχατη ώρα. Οταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου τού ανέγνωσε το κατηγορητήριο, ότι επεδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, εκείνος τον διόρθωσε: «Οχι, κύριε πρόεδρε, εγώ ήθελα την απευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα». Απαγχονίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1921, σε ηλικία μόλις 32 χρόνων. Η τελευταία του κραυγή πάνω στην αγχόνη ήταν: «Ζήτω η Ελλάς!».
Ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας Εποχή, Νίκος Καπετανίδη
Αλ. Ακριτίδης: «Γλυκυτάτη μου, την Τρίτη δεν θα είμαστε εν ζωή»
Ο Αλέξανδρος Ακριτίδης ήταν ένας από τους προύχοντες του Πόντου. Κοινοτικός άρχοντας της Τραπεζούντας, εργοστασιάρχης, ευεργέτης της κοινότητας. Οδηγήθηκε από το κεμαλικό καθεστώς στο ικρίωμα τον Σεπτέμβριο του 1921, ωστόσο την παραμονή του θανάτου του έγραψε στη γυναίκα του: «Γλυκυτάτη μου Κλειώ, σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Εχει αποφασισθεί ο δια κρεμάλας θάνατος. Αύριο θα πηγαίνουν οι 30, μεταξύ αυτών και 5 Τραπεζούντιοι, και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος. Την Τρίτη δεν θα είμαστε εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογία και υπομονή και άλλο κακό να μη δοκιμάσετε.
Οταν θα μάθετε το λυπηρό να μην χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή. Τα παιδία ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσεις όλα όπως ξέρεις εσύ. Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά. Τον Γιώργο να τελειώσει το Σχολείο και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννη ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνη να την μάθεις ραπτική. Την Φωφώ να μην χωρίζεσαι εν όσω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τας οικογενειακάς μου υποθέσεις, που θα του αναθέσητε. Ο παπά-Συμεών ας με μνημονεύσει εν όσω ζει. Να δώσεις 5 πέντε λίρες στην Φιλόπτωχο, 5 πέντε λίρες στην Μέριμνα, 5 πέντε λίρες στου Λυκαστή στο Σχολείο. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι. Αντίο, βαίνω προς τον Πατέρα και συγχωρήσατέ μου. Ο υμέτερος, Αλ. Γ. Ακριτίδης».
Ο επιχειρηματίας Αλέξανδρος Ακριτίδης
Αντ. Τζινόγλου: «Ο Θεός δε με αξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας»
Λίγο πριν μαρτυρήσει, ο διευθυντής του Γραφείου Προσφύγων της παραθαλάσσιας Αμισού (Σαμψούντας), Αντώνιος Τζινόγλου, έστειλε γράμμα προς τους οικείους του, με το οποίο τους ζητούσε «να μην κλαύσητε πολύ». Στενοχωριόταν γιατί δεν θα κατάφερνε να γηροκομήσει τους γονείς του, ενώ χαρακτηρίζει την καταδίκη του από το καθεστώς του Μουσταφά Κεμάλ ως «θέλημα Θεού», το οποίο έπρεπε να υπομείνει. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σεβαστοί μου γονείς, προσφιλής μου σύζυγος, τέκνα μου αγαπητά, λοιποί συγγενείς και φίλοι. Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, δια τούτο και εγώ δεν λυπούμαι, και σεις μη λυπηθείτεֹ, έχω πίστιν ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν.
Σας στέλω τον χαιρετισμό και την αγάπη μουֹ εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε. Αντιόπη, ο Θεός δε με αξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας, το έργον τούτο το αφήνω μόνον εις σε. Δια σε και δια τα τέκνα μας είμαι βέβαιος ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να μη λυπηθής και αγανακτήσεις εναντίον του θελήματος του Θεού. Εάν επιζήσετε της καταιγίδας αυτής, να πάτε στους γονείς μας κοντά και να γράφεις δε και στον Φώτιον και τον Χρύσανθον την παράκλησίν μου, όπως λάβουσιν υπό την μέριμναν των την Ιουλίαν και την Χρυσάνθην. Τη βεργέτα και το ωρολόγι μου παρέδωσα εις τον κ. Π. Βαλιούλην. Τα ρούχα μου θα διαμοιρασθούν εδώ. Πήρα την τελευταία σου επιστολήν και είμαι ήσυχος εν τη φυλακή. Εξομολογήθην, εγένετο λειτουργία και εκοινώνησα, θα αποθάνω ήσυχος και ατάραχος. Επιθυμώ να μη κλαύσητε πολύ. Ο Θεός μαζί σας. Σας φιλώ όλους εκ ψυχής, ο ιδικός σας».
Μ. Κωφίδης: «Καμία ελπίδα δεν έχω πλέον. Σας γλυκοφιλώ όλους»
Με την κατηγορία της συμμετοχής σε κίνημα για την ανεξαρτησία του Πόντου εκτελέστηκε ο Ματθαίος Κωφίδης, πρώην εκλεγμένος βουλευτής στην οθωμανική Βουλή από το βιλαέτι της Τραπεζούντας. Είχε προβάλει σιδερένια πυγμή βλέποντας τις γενοκτονικές αγριότητες. Απαίτησε μάλιστα όχι μόνο την παύση των ωμοτήτων αλλά και την επιβολή αυστηρών κυρώσεων στους υπαίτιους. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1921, λίγες ώρες μετά τη δίκη-παρωδία που θα τον οδηγούσε μετά βεβαιότητας στον θάνατο, θα γράψει από το μπουντρούμι των φυλακών Τιμαρχανέ της Αμάσειας στη σύζυγό του: «Φιλτάτη Ουρανία, χθες, ημέρα της Σταυροπροσκυνήσεως, επαρουσιάσθην εις το δικαστήριον Ιστικλάλ, καμία ελπίδα δεν έχω πλέον.
Σήμερον θα δοθή η απόφασις, η οποία βεβαίως θα είναι καταδικαστική, σας αφήνω υγείαν και εις την προστασίαν του Παναγάθου. Περιττά τα πολλά λόγια, θάρρος και εγκαρτέρησις και ελπίς επί Κύριον, δια να ημπορέσης το κατά δύναμιν να σηκώσης το βαρύ φορτίον σου. Σας γλυκοφιλώ όλους, ο Ματθαίος σου. Υ.Γ. Εις τα φίλτατα την ευχήν μου, καλήν πρόοδον και καλήν διαγωγήν, όπως η ψυχή μου και μακρόθεν αγάλλεται. Ο ίδιος». Αξίζει να τονιστεί ότι η εκτέλεση του Ματθαίου Κωφίδη έφτασε στο σημείο να εξοργίσει ακόμη και τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Τραπεζούντας, καθώς ο ίδιος είχε αναπτύξει πολύ καλή συνεργασία και σχέσεις αλληλεγγύης με τους μουσουλμάνους της περιοχής. Μάλιστα οι τελευταίοι, αντιδρώντας, αρνήθηκαν να υποδείξουν και άλλους Ελληνες ως «ύποπτους» στους άνδρες του Μουσταφά Κεμάλ.
Ο βουλευτής Τραπεζούντας την περίοδο 1908 - 1918, Ματθαίος Κωφίδης.
Οι ανελέητοι διωγμοί των Ποντίων
«Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια» αναφέρει ο πρόξενος του Ράιχ στη Σαμψούντα σε έγγραφό του προς το Βερολίνο.
Η επιχείρηση εθνοκάθαρσης που εφάρμοσε το κίνημα των Νεότουρκων και των εθνικιστών του Μουσταφά Κεμάλ την περίοδο 1914-1923 κατά του Ποντιακού Ελληνισμού (όπως επίσης και κατά των Αρμενίων, των Ασσυρίων και άλλων χριστιανικών πληθυσμών) δύσκολα θα διαπράττονταν εάν δεν υπήρχε η ανοχή της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας της τότε Γερμανικής αλλά και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Εναν χρόνο πριν από τις σφαγές, το Ράιχ είχε φροντίσει να αναδιοργανώσει τον οθωμανικό στρατό, προσφέροντας τεχνογνωσία, οπλισμό, καθώς επίσης και πλήρη οικονομική κάλυψη. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι υπήρχαν και ορισμένοι διπλωμάτες των δύο συγκεκριμένων ισχυρών κρατών της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίοι είχαν σταλεί στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου και όχι απλώς δεν συμφωνούσαν με την τακτική των εθνοκαθάρσεων, αλλά φρόντιζαν να το γνωστοποιούν στην ηγεσία τους.
«Οποιος δεν δολοφονείται, πεθαίνει από αρρώστιες και πείνα»
Από έγγραφα που έχουν διασωθεί προκύπτει, για παράδειγμα, ότι ο Γερμανός πρόξενος της Αμισού (Σαμψούντας), Kuckhoff, ανέφερε προς το υπουργείο Εξωτερικών του Βερολίνου, στις 16 Ιουλίου 1916, ότι βάσει αξιόπιστων πηγών «ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Κασταμονής έχει εξοριστεί. Εξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την πείνα».
«Οι εξοριζόμενοι θα πεθάνουν κατά χιλιάδες»
Από την πλευρά του ο πρόξενος Σαμψούντας της Γερμανίας, Bergfeld, επισημαίνει ότι η εξελισσόμενη γενοκτονία θα επηρέαζε την ηθική εικόνα όχι μόνο της Τουρκίας αλλά και της χώρας του που ήταν σύμμαχος. Με επιστολή προς το υπουργείο Εξωτερικών της αυτοκρατορίας του, με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1916, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι επιθέσεις κατά της ζωής και της περιουσίας που παρατηρήθηκαν στη μεταφορά των Αρμενίων θα επαναληφθούν. Οι εξοριζόμενοι θα πεθάνουν κατά χιλιάδες από τις αρρώστιες, την πείνα και τις κακουχίες. Αυτό θα σήμαινε ότι η ηθική εικόνα της Τουρκίας και των συμμάχων της θα έπεφτε πολύ μπροστά στα μάτια των ουδετέρων. Οι επιζήσαντες θα φτώχαιναν και έτσι το εμπόριο θα κατέληγε στα χέρια εκείνων που θα ήταν χειρότεροι για τους μωαμεθανούς από ό,τι οι ντόπιοι. Για όλους αυτούς τους λόγους θα πρέπει να θεωρηθεί η γενική εκτόπιση των Ελλήνων επικίνδυνη σε υψηλό βαθμό».
«Εστειλα τάγματα να σκοτώσουν κάθε Ελληνα που συναντούν»
Τα απεχθή συμβάντα είχαν θορυβήσει επίσης και τον Kwiatkowski, Αυστριακό υποπρόξενο στην ίδια περιοχή. Σε επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αυστρίας, Stephan Burian von Rajecz, του γνωστοποιεί τις αποφάσεις που έλαβε ο Ραφέτ μπέης, ο οποίος έφερε το αξίωμα του μουτεσαρίφη (διοικητής) της Αμισού. Γράφει χαρακτηριστικά: «Στις 26 Νοεμβρίου 1916 μου είπε ο Ραφέτ μπέης: Τελικά με τους Ελληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Αρμενίους». Λίγο πιο κάτω προσθέτει πως δύο μέρες αργότερα, στις 28 Νοεμβρίου 1916, του ξανάπε ο Ραφέτ: «Πρέπει να τελειώνουμε με τους Ελληνες. Εστειλα σήμερα στα περίχωρα τάγματα για να σκοτώσουν κάθε Ελληνα που συναντούν στο δρόμο. Φοβάμαι την απέλαση ή την εξορία του συνολικού ελληνικού πληθυσμού και την επανάληψη των περσινών παραδειγμάτων».
Πυρπολήσεις χωριών και βιασμοί
Στα μέσα του επόμενου μήνα, ο Αυστριακός πρεσβευτής της Κωνσταντινούπολης, Pallavicini, περιέγραφε με σημείωμά του προς τη Βιέννη τα τελευταία γεγονότα του Πόντου που αφορούσαν τη μαρτυρική Αμισό (Σαμψούντα), καταθέτοντας και μια σειρά από αριθμητικά στοιχεία:
- 11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν πέντε ελληνικά χωριά, κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν.
- 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά.
- 14 Δεκεμβρίου 1916. Ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες.
- 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην Περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται.
- 31 Δεκεμβρίου 1916. 18 ελληνικά χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου. 15 εν μέρει. 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Ελεηλατήθησαν ακόμη και εκκλησίες.
Οι αναφορές αυτές, όμως, δεν ευαισθητοποίησαν ούτε τη Γερμανική Αυτοκρατορία ούτε την Αυστροουγγρική, που προφανώς γνώριζε τι θα επακολουθούσε, όμως δεν έπραξε οτιδήποτε απτό προκειμένου να το σταματήσει.
Οι ανατριχιαστικές αναφορές για τα όσα πέρασαν οι Πόντιοι στην Τραπεζούντα
Αναφορές των ελληνικών πρεσβειών σε Πετρούπολη και Κωνσταντινούπολη αποτυπώνουν τις αισχρές πράξεις των τουρκικών ορδών (ομάδων στρατού) στην Τραπεζούντα κατά την περίοδο 1916-1917 μ.Χ.
Μέσα Απριλίου του 1916, το αφηνιασμένο ασκέρι (τμήμα στρατού) των Νεότουρκων εισβάλλει στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, την αρχαιότερη του Πόντου, που σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε το 270 μ.Χ., και διαπράττει τερατουργήματα αντικρίζοντας τους πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί στον ιερό τόπο για προστασία. Η Κυριακή, μια εικοσάχρονη κοπέλα με καταγωγή από το χωριό Θέρσα, τρέχει τρομοκρατημένη να κρυφτεί σε ένα από τα δωμάτια του μοναστηριού, ωστόσο δεν καταφέρνει να γλιτώσει.
Πολλά περιστατικά περιγράφονται σε αναφορά που έστειλε η ελληνική πρεσβεία της Πετρούπολης (πρωτεύουσα τότε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας), που είχε μέχρι τον Μάρτιο επιτετραμμένο τον Δημήτριο Κακλαμάνο, προς την Αθήνα και ειδικότερα προς το υπουργείο Εξωτερικών της κυβέρνησης του Στέφανου Σκουλούδη, με θέμα την τραγική κατάσταση των κατοίκων της Περιφέρειας Τραπεζούντας. Διαβάζοντας το κείμενο, ανατριχιάζεις με τις συμφορές που υπέστη ο ελληνικός πληθυσμός.
«Την 15η Απριλίου οι κάτοικοι των 16 χωρίων της περιοχής Βαζελώνος, περιφέρειας της Τραπεζούντος, άπαντες Eλληνες, λαβόντες διαταγήν των τουρκικών στρατιωτικών αρχών να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Αργυρουπόλεως και φοβηθέντες μη έμελλον καθ’ οδόν να σφαγώσιν, καθ’ ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Αρμενίους, εγκατέλειπον τα κατοικίας των και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσι εκ ταχείας προελάσεως του ρωσικού στρατού» επισημαίνεται. «Εκ τούτων, εις 6.000 ανερχομένων, 650 κατέφυγον εις την μονής Βαζελώνος, εις ην προϋπήρχον και άλλοι 1.500 εκ Τραπεζούντος πρόσφυγες. Χίλιοι διακόσιοι (1.200) εισήλθον ειν εν μέγα σπήλαιον του χωρίου Κουνάκα και οι λοιποί διεσκορπίσθησαν εις τα ανά δάση σπήλαια και τα διαφόρους κρύπτας. Απασαι αι οικίαι των χωρίων τούτων ελεηλατήθησαν και αι περιουσίαι διηρπάγησαν υπό του τουρκικού στρατού. Οι εν τω σπηλαίω της Κουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ της πείνης, μετά συνθηκολόγησιν, παρεδόθησαν. Εκ τούτων 26 γυναίκες και νεάνιδες ίνα αποφύγωσιν την ατίμωσιν έρριψαν εαυτάς εις τινα ποταμόν κείμενον παρά το χωρίον Γέφυρα και παρά τας προσπαθείας των άλλων, προς σωτηρίαν των, επνίγησαν… Μετά την προς Αργυρούπολιν προέλασιν του ρωσικού στρατού μετέβην πρώτος εις την μονήν Βαζελώνος συνοδευόμενος υπό του ιατρού Κ. Φωτιάδη. Ομολογώ ότι αδυνατώ να περιγράψω όσα είδον. Το παν ήτο κατεστραμμένον τόσον εν τοις χωρίοις όσον και εν τη Μονή… Εν τω προαυλίω της Μονής έκειντο άταφα εν διαλύσει 5 σώματα Ελλήνων… εντός δε της Μονής εν τη αυτή καταστάσει άλλα 5. Εντός ενός εκ των δωματίων της Μονής, έκειτο ύπτιον, γυμνόν, αποκεφαλισμένον, με πληγήν επί του στήθους δια ξιφολόγχης, διαμπερή, το σώμα εικοσαετούς νεάνιδος εκ του χωρίου Θέρσα, Κυριακή καλουμένη, εις στάσιν μαρτυρούσαν την επ’ αυτής διαπραχθείσαν ατίμωσιν».
«Ταύτην την στιγμήν φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες»
Περίπου δέκα μήνες αργότερα, ήτοι αρχές του 1917, η ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης στέλνει τα δικά της στοιχεία για τα όσα συμβαίνουν στην Αμισό (Σαμψούντα) και στην περιφέρεια. Σε τέσσερις εκθέσεις (14 Ιανουαρίου, 29 Ιανουαρίου, 7 Φεβρουαρίου και 29 Φεβρουαρίου) διαβάζουμε συμπυκνωμένα τα εξής: «Ογδοήκοντα Eλληνες εκ των πλουσιωτέρων της Αμισού, συλληφθέντες άνευ ουδεμίας αφορμής, εφυλακίσθησαν απομονωθέντες πλήρως, την δε επομένην μετεφέρθησαν εις το εσωτερικόν. Οι εγκριτώτεροι των ομογενών έσχον την αυτήν τύχην… Είκοσιν οκτώ έτερα χωρία επυρπολήθησαν εντός μιας εβδομάδος από την 15η Ιανουαρίου, μη συμπεριλαμβανομένων των πυρποληθέντων κατά Δεκέμβριον. Τα γυναικόπαιδα απεστάλησαν πεζή εν μέσω βροχής και χιόνων εις τα βιλαέτια Σεβάστειας και Aγκυρας. Νήπια, κοράσια, λεχώ, έγκυοι, ασθενείς και γέροντες ωθούνται από τόπον εις τόπον, διανυκτερεύοσι κατά χιλιάδας εις χάνια, όπου διαμένουσιν άνευ άρτου ή άλλης τροφής… Πολλά παιδιά απολέσαντα τους γονείς των διασκορίζονται εις τα όρη, ή εις τα τουρκικά χωρία. Οι μετατοπιζόμενοι αποθνήσκουσι καθ’ οδόν εκ της πείνης, του ψύχους και των ταλαιπωριών και θάπτονται εις τα όρη, ή αφήνονται βορά των αγρίων θηρίων… Κατά πρόχειρον υπολογισμόν ο αριθμός τούτων υπερέβη ήδη τας 20.000 καθ’ εκάστην δε αυξάνονται [...] Εκ Πάφρας απεστάλη εις Βοϊβάτ ολόκληρος άρρην πληθυσμός [...] Οκτώ χωρία της Πάφρας παράγοντα τον εκλεκτότερον καπνόν της Τουρκίας επυρπολήθησαν και οι κάτοικοι μετεφέρθησαν εις το Βιλαέτιον της Aγκυρας, ετέρων δε οκτώ χωρίων της Αμισού οι κάτοικοι απεστάλησαν εις το εσωτερικόν. Ταύτην την στιγμήν φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες… Και ο υπαίθριος πληθυσμός της Κερασούντος μετεφέρθει ολόκληρος εις το εσωτερικόν… Τα αυτά συνέβησαν εις τα επαρχίας Νεοκαισαρείας, Φάτζας και Τσαρσαμπά… Χείρονα τούτων συνέβησαν εις Πάφραν όπου κατά τας τελευταίας εβδομάδας παρεδόθησαν εις το πυρ έτερα είκοσι χωρία μετά των εκκλησιών των και των σχολείων, αφού ελεηλατήθη η κινητή αυτών περιουσία και η ακίνητος εγένετο παρανάλωμα του πυρός, ο πληθυσμός ελόκληρος απεστάλη εις το εσωτερικόν… Σκοπός όλων των φρικαδών τούτων γεγονότων είναι η εξόντωσις των εν Τουρκία Ελλήνων, οίτινες οφείλουσιν να εκλείψωσιν ως οι Αρμένιοι. Hδη το εν τέταρτον του μετατοπισθέντος πληθυσμού υπέκυψαν εις τον θάνατον».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρεσβεία μας στην Κωνσταντινούπολη ανέστειλε λίγο αργότερα τη λειτουργία της, μέχρι τα μέσα του 1917, λόγω των φρικαλεοτήτων. Γενικώς η ελληνική διπλωματική εκπροσώπηση στη γειτονική χώρα αναστελλόταν, όπως είναι φυσικό, σε περιόδους που διακόπτονταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως συνέβη το 1848, το 1856, το 1866, το 1897, το 1912 και το 1917 που προαναφέραμε. Δύο χρόνια αργότερα, το 1919, η πρεσβεία μας ενσωματώθηκε στην Yπατη Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως, στο πλαίσιο της οποίας συστάθηκε προξενικό τμήμα. Στις 31 Δεκεμβρίου 1923, η έδρα της πρεσβείας μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου τουρκικού κράτους, την Aγκυρα (νόμος 3175 της 6ης-7ης Αυγούστου 1924), με τη διαπίστευση του Ιωάννη Πολίτη ως επιτετραμμένου. Eκτοτε βρίσκεται εκεί, ενώ στην Πόλη λειτουργεί γενικό προξενείο, όπως και στη Σμύρνη.