top of page

Αγιολόγιο Πόντου

Αντί προλόγου…

Μάρτυρες ονομάζει η Εκκλησία αυτούς που ομολογούν πίστη στο Χριστό και θυσιάζουν την ζωή τους ομολογώντας την πίστη τους. Νεομάρτυρες ονομάζονται όσοι μαρτύρησαν στην Εικονομαχία αλλά κυρίως εκείνοι που υπέφεραν βασανιστήρια στα χρόνια τα οθωμανικού ζυγού και δεν αλλαξοπίστησαν. Καταχωρισμένοι νεομάρτυρες στα Συναξάρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι περίπου τριακόσιοι, Πόντιοι νεομάρτυρες δέκα. Θεωρούμε χρέος να αναφέρουμε κάποια συνοπτικά στοιχεία για αυτούς τους νεομάρτυρες του Πόντου.

  1. Δαβίδ Κομνηνός, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Τραπεζούντας. Μαρτύρησε αρνούμενος να αλλαξοπιστήσει.

  2. Νεομάρτυρας Πέτρος από την Τραπεζούντα.

  3. Νεομάρτυρας Ιωάννης από την Τραπεζούντα.

  4. Νεομάρτυρας Ιορδάνης από την Τραπεζούντα.

  5. Νεομάρτυρας Συμεών από την Τραπεζούντα.

  6. Νεομάρτυρας Παρασκευάς Τραπεζούντιος.

  7. Νεομάρτυρας Κασσάνδρα Υψηλάντη.

  8. Νεομάρτυρας Ηλίας από το Κρυονέρι Τραπεζούντας.

  9. Νεομάρτυρας  Ελένη Μπεκιάρη από Σινώπη.

  10. Ιερομόναχος Νικήτας ο Τραπεζούντιος.

  11. Νεομάρτυρας επίσκοπος Νικόλαος ο Τραπεζούντιος. Μαρτύρησε κατά τους διωγμούς των Ποντίων το 1920.

 

Αυτοί είναι οι γνωστοί Πόντιοι νεομάρτυρες, υπάρχουν κι άλλοι, τα ονόματά τους δεν έχουν διασωθεί, 353.000 ψυχές… είναι οι οικείοι μας, οι πρόγονοί μας, οι απλοί χριστιανοί που με το αίμα τους στερέωσαν την πίστη στον Χριστό, ζωντανά παραδείγματα αγωνιστικότητας και θυσίας για όλους εμάς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος

“Ευγένιον τον μέγα και περιβόητον μάρτυρα η καλλίστη των πόλεων ήνεγκε Τραπεζούς…” (Ύμνος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ξιφιλίνου για τον Άγιο Ευγένιο τον Τραπεζούντιο)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

Ο Άγιος Ευγένιος, αμέσως μετά τον εκχριστιανισμό του Πόντου από τον Απόστολο Ανδρέα, υπήρξε ο δεύτερος Επίσκοπος Τραπεζούντας, μετά τον ιδρυτή της τοπικής Εκκλησίας Απόστολο Ανδρέα.Ο Άγιος Ευγένιος, πολιούχος της Τραπεζούντας, αλλά και άγιος όλων των Ποντίων, έζησε και μαρτύρησε στην Τραπεζούντα το 290 μ.Χ., την περίοδο των σκληρών διωγμών των χριστιανών από τους Ρωμαίους. Νωρίτερα μαρτυρικό θάνατο υπέστησαν και οι συναθλητές του Αγίου Ευγενίου, Ουαλεριανός, Κανίδιος και Ακύλας και οι τέσσερις νέοι από επιφανείς οικογένειες της Τραπεζούντας
 

 

 

Μονή Αγίου Ευγενίου

Ο πρώτος Ναός του Αγίου Ευγενίου, που χτίστηκε νέας τιμή του, βρισκόταν κοντά στο πατρικό του σπίτι. Η δε Μονή του Αγίου Ευγενίου υπήρξε κατά τη διάρκεια νέας Αυτοκρατορίας νέας Τραπεζούντας, νέας από νέας σημαντικότερους ναούς νέας πόλης.

Ο ναός και η μονή του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα ενισχύθηκε από νέας βυζαντινούς αυτοκράτορες καθώς και νέας αυτοκράτορες νέας Αυτοκρατορίας νέας Τραπεζούντας. Μάλιστα ο πρώτος αυτοκράτορας νέας Τραπεζούντας ο Αλέξιος Α’ (1204-1222), αμέσως μόλις ίδρυσε την Αυτοκρατορία του, στέφθηκε συμβολικά στο ναό του Αγίου Ευγενίου.
Μετά την άλωση νέας Τραπεζούντας το 1461, ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ μετέτρεψε το ναό του Αγίου Ευγενίου σε τζαμί και πήρε το όνομα τέμενος νέας νέας ή πρώτης Παρασκευής (Yeni Cuma), επειδή προσευχήθηκε εκεί ο σουλτάνος την πρώτη Παρασκευή μετά την άλωση νέας Τραπεζούντας. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Ευγενίου βρίσκονται στη Μονή Παναγίας Σουμελά Βερμίου και στη Μητρόπολη Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς.
 

Θαύματα

Η φήμη και η λατρεία του Αγίου Ευγενίου ήταν τόσο διαδεδομένη στην Τραπεζούντα, ώστε κατά τη διάρκεια της γιορτής του συγκεντρώνονταν χιλιάδες προσκυνητές. Στα πανηγύρια που γίνονταν προς τιμή του Αγίου Ευγενίου, συμμετείχε όλος ο τοπικός πληθυσμός με κάθε επισημότητα.

Η λαϊκή αφήγηση έχει διασώσει πλήθος θαυμάτων του Αγίου Ευγενίου, που έσωσε την πόλη της Τραπεζούντας από επιδρομές και ασθένειες. Αλλά η ευεργετική του παρέμβαση διασώζεται και σε διηγήσεις θαυμάτων, μεμονωμένων προσώπων. Το γεγονός αυτό των θαυμάτων ενδυνάμωσε την πίστη του και τη λατρεία των κατοίκων της Τραπεζούντας, προς τον Άγιο Ευγένιο.

 

 

 

 

 

 

Νομίσματα

Και τα νομίσματα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας είχαν τη μορφή του Αγίου Ευγενίου. Ο τύπος αυτός των νομισμάτων, που στη μια πλευρά είχε τη μορφή του Αυτοκράτορα που έκοψε το νόμισμα και στην άλλη πλευρά είχε τη μορφή του πολιούχου Αγίου Ευγενίου.

Ήταν ο τύπος των νομισμάτων που καθιερώθηκε στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, με ελάχιστες εικονογραφικές παραλλαγές.


Γιορτές Αγίου Ευγενίου

Η γιορτή του Αγίου Ευγενίου εορτάζεται την 21η Ιανουαρίου, ημέρα του μαρτυρίου του. Από τον 9ο αιώνα όμως, την εποχή της αρχιερατείας του Τραπεζούντιου Αθανασίου Δαιμονοκαταλύτη, καθιερώθηκε να γιορτάζεται και η ημέρα των γενεθλίων του, που είναι στις 24 Ιουνίου.

Το Ιερό Λείψανο του Αγίου, φυλάσσεται στη Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο. Στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους σώζεται ένα εξαίσιο καλλιτεχνικό χειρόγραφο του 1346 που βρισκόταν στη Μονή του Αγίου Ευγενίου. Ενώ στη Μονή Διονυσίου υπάρχει μια τοιχογραφία του Αγίου.


Οι Πόντιοι είναι περήφανοι για την καταγωγή του Αγίου Ευγενίου, αναφέροντας συνεχώς την πόλη της καταγωγής

 

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
 

Τραπεζοῦντος τὸν γόνον καὶ θερμὸν ἀντιλήπτορα, καὶ τοῦ πάντων Δεσπότου στρατιώτην περίδοξον, Εὐγένιον τὸν μέγαν Ἀθλητήν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί· ἀπὸ πάσης γὰρ λυτροῦται ἐπιφορᾶς, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Βίος του  «άγνωστου» Μεγαλομάρτυρα του Πόντου

 

      Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Γαβράς, γεννήθηκε κατά τον 10ο αιώνα μ.Χ. στην κωμόπολη Άτρα του Θέματος Χαλδίας του Πόντου, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Τραπεζούντα.  Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και ένδοξοι, πλούσιοι και τιμημένοι με αξιώματα από την Αυτοκρατορία και ξεχώριζαν ως οικογένεια στα Θέματα Χαλδίας και το γειτονικό και νοτιότερο της Κολωνείας. Από τέτοιους καλούς γονείς γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Θεόδωρος, ακολουθώντας τις συμβουλές και τις παραινέσεις τους, ώστε να ξεχωρίσει και ο ίδιος στην ευσέβεια, τη μόρφωση και την ανδρεία!

      Έτσι ο Θεόδωρος ανδρώθηκε και έγινε στα ακριτικά εκείνα μέρη ο πιο μεγάλος και ανυποχώρητος φραγμός για τους άπιστους Σελτζούκους, τους εχθρούς του Χριστού και της Πατρίδας μας, υπερασπιζόμενος με θαυμαστή ανδρεία και τόλμη κάθε σπιθαμή γης του Βυζαντίου, έχοντας μέσα του ταυτόχρονα τον πόθο να μαρτυρήσει για τον Χριστό!

      Υπήρξε ταυτόχρονα όμως ένας ευεργέτης των πτωχών και καταφυγή των αδικημένων! Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός στρατιώτη, που άρπαξε ένα τσαμπί σταφύλι από μια φτωχή γυναίκα και το έφαγε μπροστά της, αφήνοντάς την νηστική, καθώς εκείνο ήταν η μόνη τροφή της… Μόλις το έμαθε ο Άγιος, έδωσε αμέσως διαταγή να συλληφθεί ο αφιλότιμος εκείνος στρατιώτης και να παιδευθεί με σιδηρά ρόπαλα στο μέσο της πόλεως, ως παράδειγμα προς αποφυγήν, προς όλους όσοι θα τολμούσαν στον μέλλον να παραβούν την εντολή της αγάπης και του σεβασμού των άλλων και ιδίως των πτωχών! Τέτοια μεγάλη σημασία έδινε και γι’ αυτό επί των ημερών του βασίλευε στην Τραπεζούντα και ολόκληρη τη Χαλδία η κοινωνική ειρήνη, η δικαιοσύνη και η ευταξία.

      Στα χρόνια εκείνα του 1.164 μ.Χ., επί Βασιλείας Μανουήλ Α΄ του Κομνηνού (1143-1180), ο Αμηράς της Μελιτινής Αχμέκ Μελίκ, έχοντας σύμμαχο τον αποστάτη τύραννο Ανδρόνικο Κομνηνό (μετέπειτα Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ 1183-1185) εξεστράτευσε κατά της Σεβάστειας, Καισάρειας, Κολωνείας και Νικοπόλεως! Τότε ο Άγιος Θεόδωρος ο Γαβράς, ως στρατηγός και ηγεμόνας της Τραπεζούντας και Κολωνείας, υπερασπίστηκε τις πόλεις του με μεγάλη τόλμη και θάρρος και έχοντας τις ελπίδες στον Χριστό, αντεπιτέθηκε μάλιστα με ακάθεκτη ορμή επί των εχθρών, εξολοθρεύοντας πολλούς όχι μόνο στρατιώτες αλλά και στρατηγούς του Μελίκ.

      Ύστερα όμως συνελήφθη αιχμάλωτος κατά θεία οικονομία, από έναν άλλο στρατηγό του Μελίκ, που λεγόταν Αμυράλης, άγριο και φοβερό, ο οποίος προσπάθησε να αναγκάσει τον Άγιο να απαρνηθεί τον ίδιο τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και να ασπασθεί τη θρησκεία των ασεβών Αγαρηνών. Ο Αμυράλης, του έταξε μάλιστα βασιλικές τιμές και δόξες, εάν δεχόταν, και σκληρότατα βασανιστήρια εάν αρνιόταν…

 

      Όμως ο Άγιος, που από καιρό ποθούσε να μαρτυρήσει για την Ορθόδοξη Πίστη του Χριστού μας, γέμισε από Θεία Χάρη, έχοντας την προαίρεση του μάρτυρα και παίρνοντας θάρρος και δύναμη, όχι μόνο δεν φοβήθηκε αν και αιχμάλωτος τους απίστους, αλλά άρχισε να κηρύττει τον Χριστό, ως Υιόν του Θεού και Θεό αληθινό, λέγοντας με μεγάλη φωνή: «τίποτα των επιγείων δεν με δελεάζει, αλλ’ ούτε με αποσπά από την επιθυμία του να πάθω για τον Χριστό! Γιατί μου υπόσχεσαι δόξα, της οποίας δεν είσαι κύριος; Τι είναι αυτά που μου δίνεις, τα οποία εσύ σε λίγο θα εγκαταλείψεις; Γιατί με απειλείς με φοβερό θάνατο, ο οποίος σε σένα μάλλον θα είναι φοβερός; Διότι σε μένα είναι ευχάριστο το να είμαι με τον Χριστό, αλλά φοβερό το να χωριστώ από Εκείνον. Εάν γνώριζες την ένσαρκον οικονομία και την άπειρη συγκατάβαση του Υψίστου προς τους ανθρώπους, δε θα γινόσουν ποτέ πολέμιος των Χριστιανών τόσο ώστε να τους παραδίδεις σε φωτιά και σίδηρο, διότι αυτοί μεν έτσι θα πετύχουν των ουρανίων αγαθών και θα ευφραίνονται, εσύ δε θα βληθείς εις την γέενναν του πυρός. Δώσε λοιπόν προσοχή στα λεγόμενά μου και εγκαταλείποντας την πατρώα πλάνη σου πίστευσε στον Υιόν του Θεού, ο οποίος το πανάχραντο αίμα Του έχυσε επί του Σταυρού, για να σε λύσει από τα δεσμά της πλάνης! Αναγεννήσου λοιπόν δια ύδατος και Πνεύματος, για να τύχεις συγχωρήσεως από τις εν αγνοία πρότερες αμαρτίες σου και για να γίνεις μέτοχος των ουρανίων αγαθών. Και μη κακώς διακρίνων την αλήθειαν, σαν να έχεις αποβάλει τον κυρίαρχο νου σου, προτιμήσεις τα χειρότερα αντί των καλυτέρων, και λογικός όντας των αλόγων, από μόνος σου αποδειχθείς αλογώτερος, ώστε και του αιωνίου πυρός να γίνεις μέτοχος»!

      Με αυτά όμως, όχι μόνο δεν μαλάκωσε η ατίθαση ψυχή του τυράννου, αλλά τόσο περισσότερο ερεθίστηκε και παραλόγισε, ώστε γεμάτος ταραχή και οργή, διέταξε για να επιβάλλουν σκληρότατα μαρτύρια στον Άγιο Θεόδωρο τον Γαβρά!

      Και πρώτα μεν άπλωσαν τον τρισμακάριστο μπρούμυτα πάνω σε χιόνι και τον μαστίγωσαν πολλές φορές στη ράχη, πιστεύοντας ο τύραννος ότι έτσι ίσως τον μετέστρεφε από την ορθή και αμώμητη πίστη.

Ο τύραννος  πρόσταξε να κατακομματιάσουν τον Άγιο μάρτυρα! Έτσι, κατέκοψαν την γλώσσα του, έβγαλαν ανηλεώς τα μάτια του, έγδαραν το δέρμα του κεφαλιού, των χεριών και των ποδιών του και στο τέλος, αφού του αφαίρεσαν κάθε άλλο μέλος, τον παρέδωσαν στη φωτιά!

    Έτσι έφτασε στο τέρμα της αθλήσεως και τον αντίπαλο καταπάλαιψε, στις 2 Οκτωβρίου 1.164 μ.Χ. στην Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ).

      Την δε τιμίαν και θαυματουργό αυτού κεφαλή, ο τύραννος, από καταφρόνηση απάνθρωπη, την μετέτρεψε σε σχήμα ποτηριού και την περιέβαλε με χρυσό! Και αυτό γιατί θαύμασε την καρτερία του Αγίου! Και όπως λέει και το σχετικό κάθισμα (ψαλμός), ο άπιστος και βάρβαρος Τούρκος χρησιμοποιούσε αυτή την αγία κάρα του Μεγαλομάρτυρα, σε συμπόσια και πόσεις, ξεπερνώντας κάθε βαρβαρότητα:

«τὴν κάραν σου σοφέ, τοῦ Χριστοῦ στρατιῶτα, ὁ τύραννος σκευήν, ποτηρίου ποιήσας, αὐτὴν εἰς συμπόσια τὰ αὐτοῦ προσεφέρετο, ἣν κατέλιπες ἐν τῷ κόσμῳ παμμάκαρ, καὶ ἀπέτεμες, τὰς κεφαλὰς τῶν ἀνόμων, Θεόδωρε πάνσοφε»!

      Όμως η κάρα του Αγίου τέλεσε πολλές ιάσεις στην Θεοδοσιούπολη όπου και ο Άγιος μαρτύρησε και αργότερα μεταφέρθηκε στην Τραπεζούντα, από τον πρωτοσέβαστο Κωνσταντίνο, ανιψιό του Μεγαλομάρτυρα, ο οποίος και τον Αμηρά σκότωσε πολεμώντας στην Οινόη και τους Αγαρηνούς έδιωξε από τον Πόντο! Με λαμπρές ετοιμασίες και πομπές με λαμπάδες τέλεσε την ανακομιδή και την μετέφερε στην Τραπεζούντα, όπου και έκτισε Ναό εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Γαβρά!

      Αυτός ο Ναός χτίστηκε ανατολικά της πόλης στη συνοικία του Αγίου Βασιλείου και κοντά στο Ναό της Αγίας Άννας και σήμερα δεν υπάρχει… Είχε καταγραφεί όμως το 1930 από τον ερευνητή Ι. Μηλιόπουλο – τότε που υπήρχαν μερικά ακόμη μέρη του στον τόπο εκείνο, που είχε μετατραπεί σε κοιμητήριο – ότι στον γυναικωνίτη σωζόταν μια αγιογραφία με το λάβαρο του Αγίου Θεοδώρου του Γαβρά! Αποτελούνταν από τρεις χρωματικές ζώνες (καστανή, λευκή και κυανή), που στο μέσο έφεραν ένα στέμμα και στα κάτω άκρα, αριστερά και δεξιά αντίστοιχα, ένα μονοκέφαλο αετό (το έμβλημα των ηγεμόνων της Τραπεζούντας) και τον Άγιο Ευγένιο ολόσωμο, μετωπικό, με επισκοπικό ένδυμα.

 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Χαλδείας ἡγεμῶν καὶ προστάτης ὑπάρχων, Σὺ ὁ βλαστὸς τῶν Γαβράδων, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας· μὴ πτοηθῇς τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσμενῶν, ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλῃ τῷ θρόνῳ τῆς τρισηλίου θεότητος παριστάμενος. Δόξα τῷ σὲ ἰσχύσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι θείῳ Πνεύματι, Θεόδωρε πάνσοφε.

Η Αγία Νεομάρτυς Ελένη από την Σινώπη του Πόντου

Η αγία παρθενομάρτυς Ελένη καταγόταν από την Σινώπη του Πόντου. Ήταν κόρη της ευσεβούς οικογένειας Μπεκιάρη. Οι γονείς της την ανέθρεψαν με φόβο Θεού. Στην ανατροφή της επέδρασε και ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, που δίδασκε σε ελληνικό , κρυφό, σχολειό της Σινώπης. Η αγία ήταν δεκαπέντε ετών, πολύ όμορφη, η δε αγνότητά της έδινε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της.

Μια ημέρα η μητέρα της την έστειλε να αγοράσει νήματα, για το κέντημα από το κατάστημα του Κρυωνά. Στο δρόμο εκείνο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου πασά της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη την είδε ο πασάς απ’ το παράθυρο και η ωραιότητά της τράβηξε την ακόλαστη ψυχή του. Διέταξε αμέσως και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσπάθησε δυο και τρεις φορές να την μιάνει αλλά μια αόρατη δύναμη τον απωθούσε . Ένα αόρατο τείχος προστάτευε την κόρη. Ήταν το τείχος της προσευχής. Η Ελένη προσευχόταν νοερώς λέγοντας συνεχώς τον εξάψαλμο .

Ο πασάς δεν απελπίστηκε, διέταξε τους στρατιώτες του να την φρουρούν. Πίστευε πως αργά ή γρήγορα θα πετύχαινε τον σκοπό του.

Κάποια στιγμή όμως η αγία, με τη σκέπη του Θεού, διέφυγε την προσοχή των στρατιωτών και έτρεξε σπίτι της, όπου διηγήθηκε στους γονείς της τι της συνέβη. Ο πασάς όταν αντιλήφθηκε την απόδραση της κόρης έγινε έξω φρενών. Κάλεσε τους δημογέροντες και τους ζήτησε να του φέρουν αμέσως την κοπέλα αλλιώς θα διέτασε γενική σφαγή των Ελλήνων στην πόλη.

Οι δημογέροντες, αφού έκαναν σύσκεψη στο ελληνικό σχολείο, κάλεσαν τον πατέρα και του ζήτησαν να παραδώσει την κόρη του στον πασά για το γενικό καλό. Ο πατέρας με λυγμούς αναγκάστηκε να δεχθεί για να μη γίνει μεγάλο κακό. Πήγε στο σπίτι του και αφού ενίσχυσε κατάλληλα την κόρη του, την πήρε και την οδήγησε στον πασά.

Ο πασάς τη δέχτηκε ελπίζοντας ότι θα ικανοποιήσει την επιθυμία του. Προσπάθησε πολλές φορές να την μολύνει , μάταια όμως, η αόρατη δύναμη , ένα αόρατο τείχος γύρω από την κόρη, τον εμπόδιζε και τον απωθούσε. Η αγία προσευχόταν θερμά, έλεγε μυστικά τον εξάψαλμο, τον οποίο γνώριζε από στήθους καθώς και άλλες προσευχές που είχε μάθει στο σχολείο από τον θείο της.

Την επόμενη μέρα πάλι επεχείρησε ο πασάς αλλά τίποτε. Οργισμένος, εκνευρισμένος, διέταξε να την κλείσουν στις φοβερές υγρές φυλακές της Σινώπης. Η καρδιά του σκλήρυνε συνεχώς, δεν έβλεπε το θαύμα. Την επισκέφτηκε στη φυλακή ελπίζοντας να πετύχει εκεί τον σκοπό του αλλά μάταια, και εκεί ο Νυμφίος Χριστός προστάτευσε την νύμφη του. Οπότε υπερβολικά οργισμένος διέταξε να την βασανίσουν και να την θανατώσουν.

Την βασάνισαν μπήγοντάς της καρφιά στο κεφάλι. Και την αποκεφάλισαν. Το σώμα της και το κεφάλι τα έβαλαν σ’ ένα σακί και το έριξαν στη θάλασσα. Αυτό όμως αντί να βυθιστεί επέπλεε ενώ φως κατέβαινε από τον ουρανό και φώτιζε το άγιο λείψανο. Οι τούρκοι τα’ χασαν , άρχισαν να φωνάζουν «η γκιαούρισα καίγεται, η γκιαούρισα καίγεται». Το άγιο λείψανο συνέχισε να επιπλέει, ώσπου έφτασε στην τοποθεσία Γάει , όπου τα νερά είναι μαύρα λόγω του βάθους και εκεί βυθίστηκε.

Ύστερα από λίγες ημέρες ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε εκεί κοντά. Το τρίτο βράδυ ο νυχτοφύλακας είδε στο βυθό κάτι να λάμπει σαν χρυσός. Ειδοποίησε τον πλοίαρχο και με δύτες ανέσυραν τον θησαυρό. Δεν επρόκειτο όμως για φθαρτό θησαυρό. Ανοίγοντας τον σάκο βρέθηκαν μπροστά στο τίμιο λείψανο της αγίας παρθενομάρτυρος και νεομάρτυρος Ελένης. Στην κεφαλή της ήταν μπηγμένο ένα καρφί και υπήρχε και άλλη μια τρύπα από καρφί.

Ο πλοίαρχος φοβήθηκε τους Τούρκους και παρέδωσε το σώμα της αγίας σε παραπλέον πλοίο που έφευγε με Έλληνες για τη Ρωσία ενώ την αγία κάρα της κρυφά τη μετέφερε στον ναό της Παναγίας στη Σινώπη.

Στον τόπο που βυθίστηκε η αγία μέσα στη θάλασσα βγήκε σαν πίδακας γλυκό νερό, αγίασμα και έκτοτε η περιοχή ονομάστηκε Αγιάσματα.

Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, ο πρόεδρος της Σινώπης Χρήστος Καφαρόπουλος μετέφερε την κάρα της αγίας στη Θεσσαλονίκη και την εναπέθεσε στον Ι. Ναό της Αγίας Μαρίνης στην Άνω Τούμπα, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα ευωδιάζοντας και θαυματουργώντας.

6666666666666666.png
88888888888888.png
99999999999999999999999999999999999.png
10000000000000000000000000000.png
βββββββββββββββββββββββββββ.png
γγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγγ.png

Χάριτι σοφισθεῖσα, Σοφία θείᾳ,
Σοφῶς ἤσκησας ἄρτι, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ.

 

Βιογραφία


Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίδου-Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883.στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910, απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914  χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.

Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Μακριά από τους συγγενείς, μόνη στο βουνό. Σ’ ένα παλαιότερο διωγμό των Ποντίων, από τους Τούρκους, της παρουσιάζεται καβαλάρης ο Άγιος Γεώργιος και, αφού της φανέρωσε τον επερχόμενο κίνδυνο, της παραγγέλλει να ειδοποιήσει τους χωριανούς για να κρυφτούν. Έτσι και έγινε, και σώθηκε τότε το χωριό.

Σχετικά με το ταξίδι της προσφυγιάς, το 1919, προς την πατρίδα Ελλάδα, αναφέρεται η εξής ιστορία:

«Είχε μεγάλη θαλασσοταραχή· το καράβι της ομάδας τους κινδύνεψε πολλές φορές να βουλιάξει. Τελικά σώθηκαν. Ο καπετάνιος, κάνοντας τον σταυρό του, είπε: Κάποιον δίκαιο είχατε μαζί σας και σας έσωσε. Όλων τα μάτια τότε έπεσαν στην Σοφία, που απομονωμένη σε κάποια γωνιά του πλοίου, δεν σταμάτησε την προσευχή σ’ όλο το δύσκολο ταξίδι. Η διήγηση αυτή υπάρχει και σε μαγνητοταινία, όπου η ίδια αφηγείται το συμβάν.

– Τα κύματα γέμισαν αγγέλους και παρουσιάζεται η Παναγία.

– Θα χαθεί ο κόσμος, λέει, γιατί είστε πολλά αμαρτωλοί.

– Παναγία μου, εγώ να χαθώ, γιατί εγώ είμαι η αμαρτωλή, να σωθεί ο κόσμος.

Το όνομα του καραβιού ήταν Άγιος Νικόλαος.

Όταν έφτασαν επιτέλους στην Ελλάδα, η ίδια η Παναγία της παρουσιάστηκε λέγοντάς την:

– «Να ’ρθεις στο σπίτι μου». Τότε η Σοφία την ρώτησε:

– Ποιά είσαι και που είναι το σπίτι σου;

– «Είμαι στην Κλεισούρα» ήταν η απάντηση» .

Το 1927 με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.


Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή. Βρισκόταν συνέχεια σε νηστεία. Κόκκινες πιπεριές ή κανένα πράσο, ψημένα στην χόβολη του τζακιού, λίγο τουρσί ντομάτα πράσινη, μουχλιασμένη και σε μέρες αρτύσιμες κανένα παστό ψαράκι. Τα αγριόχορτα που μάζευε από τα δέντρα, τα έτρωγε σκέτα με μπόλικο αλάτι. Το Σαββάτο και την Κυριακή έβαζε από μία κουταλιά λάδι στο φαγητό της. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».

Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.

Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός.  Η ελεημοσύνη κρυφή να είναι, μόνον ο Θεός να ξέρει. Ο φόβος του Θεού κάνει σοφόν τον άνθρωπο. Ποιός είναι ο φόβος του Θεού; Όχι να φοβάσαι τον Θεό, αλλά να φοβάσαι να μην στενοχωρήσεις τον άλλο, να μην τον βλάψεις, να μην τον αδικήσεις, να μην τον κατηγορήσεις. Αυτή είναι η σοφία. Ύστερα τα άλλα, για να ζήσεις, σε φωτίζει ο Θεός τί να κάνει. Όταν δίνετε να μη λέτε έδωσα, έχασα, τάισα. Ο Θεός σας έδωσε τα υπάρχοντα, ο Θεός έδωσε ευλογία, για να δίνετε· όταν έρχονται από μακριά, να φιλοξενείτε και να τα δίνετε όλα. Κυριακή να μη δουλεύετε. Όποιος δουλεύει την Κυριακή είναι κλέφτης. Τα χέρια του λερώνει, όπως οι κλέφτες. Την Δευτέρα να κάνετε καλοσύνες. Το στόμα να γίνει βασιλικός και τριαντάφυλλον».


Στα χρόνια που στη Μονή δεν υπήρχε μοναστική αδελφότητα και οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, ασκήτευσε η γερόντισσα Σοφία. Παρόλο που ήταν αγράμματη, ήταν πλούσια στην παιδεία του Κυρίου, και γνώριζε από καρδίας πολλές προσευχές εκ των οποίων ιδιαίτερα αγαπούσε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας.

Όσοι την γνώρισαν αναφέρουν ότι συχνά την άκουγαν να σιγοψιθυρίζει κάτι, και όσοι με παρρησία ή και με άδολη αφέλεια την ρωτούσαν τι λέει, η Γερόντισσα με χαρά τους απαντούσε “Τους Χαιρετισμούς , παιδ ί α, τους Χαιρετισμούς της Πανα ί ας μας !”

 

 

Παρηγοριά της, η Υπεραγία Θεοτόκος, στης οποίας το Μοναστήρι έζησε κάτω από το μητρικό της φίλτρο και την φοβερά προστασία Της. «Είναι στεναχωρημέντσα η Παναία. Η Παναία κλαίει κάθνη μέρα» έλεγε στους ανθρώπους, που την πλησίαζαν και τα δάκρυα έτρεχαν σαν βρύση από τα μάτια της. «Γιατί σκουπίζεις κάθε μέρα, γιαγιά Σοφία;» την ρώτησε μία πνευματική της θυγατέρα. «Μα ευλογημένη, θα περάσει η Παναία και θα βρεί την αυλή της γεμάτη φύλλα». «Παναία μ’, γιουρπάν’ τσ’ να ίνουμε»

Ζούσε στην Κλεισούρα στην προπτωτική κατάσταση των πρωτοπλάστων συναγελαζομένη με αρκούδες, φίδια, θηρία του δάσους και όρνεα του ουρανού, τα οποία είχαν οικειότητα μαζί της, ήσαν φίλοι της, ήσαν, όπως έλεγε, της Παναγίας. Ήταν ως εκ τούτου και αισθανόταν πλούσια, αφού είχε μηδενικές επιθυμίες. Η άκακη και αψεγάδιαστη, ανεξίκακη και απλή Γερόντισσα Σοφία ήταν πάντα στην εμφάνιση ατημέλητη. Φορούσε και στο βαρύ χειμώνα ένα λεπτό μαύρο ράσο, που φέγγιζε χιλιοτριμμένο και άφηνε να διακρίνει κανείς τα κοκκαλάκια της. Η λέξη που βρισκόταν συνεχώς στα χείλη της ήταν η λέξη του Προδρόμου στην έρημο: «Μετανοείτε!». Δεν ξεχώριζε πλούσιο από πτωχό. Αλήθεια! πόσο κόσμο ευεργέτησε η Γερόντισσα Σοφία με κάθε τρόπο;

Η αρκούδα και τα φίδια

Είχε και μια αρκούδα η Σοφία και την έτρεφε με το χέρι της. «Έλα, Ρούσα μ’ έλα να τρώεις ψωμόπον», της έλεγε και το μεγαλόσωμο θηρίο έπαιρνε την τροφή, της έγλυφε τα χέρια και τα πόδια και χανόταν στο δάσος. Ακόμη και τα φίδια δεν την πείραζαν… Ήταν όπως ο Αδάμ πριν την πτώση.

 

 

Διδασκαλία

 

Α´. Την Κυριακή μόνο της αναγκαίες δουλειές. Μη κάνεις πίττες την Κυριακή είπε σε γυναίκα από την Πτολεμαΐδα που το συνήθιζε.

Β´. Να σκεπάζετε για να της σκεπάσει και ο Θεός.

Γ´. Κανείς δεν είναι καλός· μόνο ο Θεός.

Δ´. Να κάνετε πολύ υπομονή.

Ε´. Σε συμπατριώτες της από την Αναρράχη που ήτανε πολύ τσιγγούνηδες και δεν δίνανε ούτε στην Εκκλησία ούτε σε της και πήγαν να ζητήσουν βοήθεια από το μοναστήρι, όταν βρέθηκαν σε ανάγκη, της απάντησε παιδαγωγικά· «της δεν δίνετε στην Παναγία και τώρα ζητάτε να της δώσει»;

Ε´. Πολύτεκνος, πάμπτωχος οικογενειάρχης αναγκάσθηκε να ανοίξει το παγκάρι της μονής, υποσχόμενος στην Παναγία ότι θα τα επιστρέψει μόλις μπορέσει. Οι επίτροποι της άρχισαν ανακρίσεις και κάποιος συγχωριανός ήταν έτοιμος να αποκαλύψει τον ένοχο. Όταν το έμαθε η Σοφία ήρθε αμέσως και άρχισε να τον φωνάζει· «Χάσου από δω. Τον φτωχό τον άνθρωπο κυνηγάς; Δεν φοβάσαι τον Θεό και την Παναγία; Να σηκωθείς να φύγεις. Δεν σε θέλει η Παναγία».

Το ταξίδι της για τους ουρανούς η Γερόντισσα Σοφία το γνώριζε από καιρό και ετοιμαζόταν γι’ αυτό. Πληροφορήθηκε από την Παναγία Θεοτόκο το επικείμενο τέλος της επιγείου πορείας της! Έλεγε στην ποντιακή διάλεκτο: «Θα διαβαίνω πλαν. Έρθεν το χαμπάρ’.(= Θα φύγω. Ήλθε το μήνυμα).

 

Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974. Στις 7 Ιουλίου 1981 γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 γίνεται η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από τον Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.

 

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Σοφίας γέγονας, μῆτερ ἀοίδημε, Σοφία, σέμνωμα, τῆς Θεομήτορος, ἐν τὴ Μονὴ ἀσκητικῶς τὸν βίον σου διελθοῦσα,ὅθεν καὶ ἀπείληφας τῶν καμάτων σου ἔπαινον, κατατραυματίσασσα τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας, καὶ πρέσβειρα Χριστῷ παρεστώσα, μὴ ἐπιλάθου τῶν πόθω τιμώντων σέ.
 

Την ευλογία της Αγίας να έχουμε!

 

Η Αγία ψάλλει :


https://www.youtube.com/watch?app=desktop&feature=youtu.be&v=egbOefdfiek&fbclid=IwAR00fHyeCnKYeOOUAJE-NCo9SpAQ6S_AagoyLZkxK1OzuEUlYM9f4JNVg7w&ab_channel=antiecumenism 

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης, ο εξ Αργυρουπόλεως Πόντου 

 

 

Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης, ένας ιερέας που με την αγάπη του στον Θεό και τους ανθρώπους κέρδισε την βασιλεία του Θεού. Ήταν από τους μεγαλύτερους Όσιους και ομολογητές του αιώνα μας. Ο Όσιος Γεώργιος έζησε και ασκήθηκε στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου πηγής στην Γεωργία.

Γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Πόντου το 1901. Γονείς είχε τούς ευλαβείς Σάββα και Σοφία. Από αυτούς διδάχθηκε τη θε­οσέβεια. Νωρίς όμως έμεινε ορφανός και από τούς δύο γονείς του - ο πα­τέρας του σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Έτσι τον μικρό Αθανάσιο (αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του Άγιου) ανέλαβε να τον προστατέψει η πιστή γιαγιά του. Αυτή του ενέπνευσε την αγάπη προς τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας και τη συνειδητή πνευματική ζωή. Με αυτή την ευλαβέστατη γιαγιά του σε ηλικία 7 ετών ο Αθανάσιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την ιστορική Μονή της Παναγίας στον Σουμελά του Πόντου. Και εκεί το μικρό παιδί εναποθέτει την ελπίδα της ζω­ής του. Σύντομα ό­μως και η γιαγιά του αναχώρησε για τον ουρανό αφήνοντας του πολύτιμη κλη­ρονομιά μαζί με τη θεοσέβεια και μία φιλντισένια εικόνα της Παναγίας - σε μορφή επιστήθιου εγκολπίου - την ό­ποια πλέον έφερε πάντα πάνω του ως οικογενειακό κειμή­λιο ευλάβειας και προστασίας.

Η σκληρή και βά­ναυση συμπεριφο­ρά του μεγαλυτέρου αδελφού του τον ανάγκασαν μαζί με τον παππού του να φύγουν για τη Θεοδοσιούπολη της Μεγάλης Αρμενίας. Δεν θα παραμείνει όμως για πολύ εδώ. Ο θάνατος και του   παππού του και η κακομεταχείριση του αδελφού του τον φέρνουν στα μέρη του Καυκάσου. Μόνος, φτωχός, πονεμένος, με συντροφιά τους αγίους σε όνειρα και οράματα, φθάνει στην Τιφλίδα της Γεωργίας και οδηγείται από τον εκεί επίσκοπο στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Ενδύεται το τίμιο του μοναχού ένδυμα στην ηλικία μόλις των εννέα ετών. Θα το διατηρήσει επί μισό αιώνα.

Η κουρά του

Αγάπησε την άσκηση και την προσευχή από παιδί. Στις 20 Ιουλίου 1919 κείρεται μοναχός και από Αθανάσιος ονομάζεται Συμεών. Κατά την ώρα της κουράς του λέγεται πως οι καμπάνες σήμαναν μόνες τους.

Στην Μονή συνάντησε έναν θείο του επίσκοπο, που τον βοήθησε πνευματικά. Το άθεο καθεστώς της επανάστασης του 1917 δίωξε την Εκκλησία, τον κλήρο και τον μοναχισμό. Μαζί με άλλους μοναχούς της μονής του φυλακίσθηκε σε μια ανήλια και υπόγεια φυλακή, απ’ όπου περνούσαν υπόνομοι. Υπέμεινε μεγάλες και φρικτές κακουχίες με ελπίδα στον Θεό. Πολλοί αδελφοί του τελείωσαν μαρτυρικά τον βίο τους εκεί. Με την βοήθεια της Παναγίας γλύτωσε από βέβαιο θάνατο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ιερεύς κι ονομάσθηκε Γεώργιος.

Σύντομα απέκτησε φήμη διακριτικού, διορατικού και προορατικού Γέροντος. Πολύς κόσμος ερχόταν από μακριά για να γνωρίσει και να συμβουλευθεί τον νεαρό ιερομόναχο. Το 1923 από την Τιφλίδα μεταβαίνει στο Σοχούμ. Στις συχνές θείες λειτουργίες του μνημόνευε πολλά ονόματα. Στο κελί του μελετούσε και προσευχόταν συνεχώς. Η εγκράτεια, η άσκηση, η αγρυπνία και η νηστεία ήταν αδιάκοπες. Οι προφητείες του εκπληρώνονταν. Όλοι τον πλησίαζαν ως άγιο. Το 1929 καταφέρνει να έλθει στην Ελλάδα.

 

 

Άφιξη στην Ελλάδα

Δοξάζει τον Θεό για την σωτηρία του. Ο Πόντος, η Γεωργία και η Ρωσία μένουν στην μνήμη του ως τόποι αγώνων, μαρτυρίων και θυσιών. Από την Θεσσαλονίκη, όπου φθάνει στις 19 Οκτωβρίου 1929, μεταβαίνει στην Κατερίνη και στα χωριά Αλώνια και Κούκος, Μικρό Δάσος του Κιλκίς και τέλος το 1930 στην Σίψα της Δράμας. Οι κακουχίες της φυλακής της Γεωργίας τον είχαν αφήσει ημιπαράλυτο, πολύ αδύναμο και πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, ώστε τον σήκωναν στα χέρια, για να μετακινηθεί.

Όλη η περιουσία του ήταν λίγα εκκλησιαστικά βιβλία στην γεωργιανή γλώσσα, ιερατικά άμφια, εικόνες και μέρος των λειψάνων της αδελφής του Άννας. Κόσμος πολύς αρχίζει να τον πλησιάζει για να βοηθηθεί. Ο φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάδελφος και φιλάνθρωπος πατήρ κάνει παρακλήσεις, εξομολογεί και νουθετεί. Το 1938 κτίζει το μοναστηράκι της Αναλήψεως. Εκεί θα λειτουργεί, θα εξομολογεί, θα κηρύττει, θα προλέγει, θα θαυματουργεί επί μία ολόκληρη εικοσαετία. Το 1941 κατά θαυμαστό τρόπο σώζεται από βέβαιο θάνατο από τους Βούλγαρους, που τον είχαν συλλάβει προς εκτέλεση. Όλη η ζωή του κυλά μέσα σ’ ένα συνεχές θαύμα. Με την βοήθεια του αγίου Νικολάου θεραπεύεται, ώστε να μπορεί κάπως ν’ αυτοσυντηρείται.

Πάντα λιτός, απλός, νηστευτής, άγρυπνος, φιλάσθενος και δεόμενος. Λιγομίλητος, προσεκτικός, αυστηρός και σοβαρός. Σε μεγάλη ανάγκη επισκεπτόταν φτωχούς κι ασθενείς. Είχε βοηθηθεί ο ίδιος κι έτσι μπορούσε να βοηθήσει και τους άλλους.

Κατά την αγία προσκομιδή μνημόνευε χιλιάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Μάλιστα σημείωνε ορισμένα και στο τέλος της θείας Λειτουργίας καλούσε ιδιαίτερα τους συγγενείς και τους έλεγε τα προβλήματα των ζώντων ή των κοιμηθέντων και πως τέλειωσαν τον βίο τους. Καθαροί και αθώοι άνθρωποι τον έβλεπαν ως λειτουργό να μην πατά στην γη.

Στις αναίμακτες θείες ιερουργίες ήταν φωτεινός, ειρηνικός και χαρούμενος. Συλλειτουργούσε με αγίους. «Σπάνια λειτουργώ μόνος μου», έλεγε ο Γέροντας. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία, στον Τίμιο Πρόδρομο και τον άγιο Γεώργιο. Πολλούς ασθενείς ανθρώπους τους έστελνε σε διάφορους αγίους και με την ευχή του γίνονταν καλά. Από ταπείνωση δεν ήθελε να τιμάται η αναξιότητά του, αλλά να δοξάζεται ο Θεός από τους αγίους του.

Ο Γέροντας ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Δεν ήταν εύκολος σε ανεπίτρεπτες «οικονομίες». Γινόταν πιο αυστηρός στους αμετανόητους. Το λειτούργημα του Πνευματικού το είχε πολύ υψηλά και το είχε λάβει πολύ σοβαρά. Δεν ήθελε οπαδούς να τον κολακεύουν. Είχε πάντα μια διακριτική αυστηρότητα. Αποσκοπούσε συστηματικά στην ταπείνωση του εξομολογουμένου, στην αληθινή συντριβή και μετάνοια προς σωτηρία ψυχών αθανάτων.

Ο χαρισματούχος ποιμένας

Ο Θεός φώτιζε τον μακάριο Γέροντα έτσι που τα μακρινά και τα παρελθόντα να τα βλέπει ως πλησίον και παρόντα, όπως και άλλοτε τα μέλλοντα, καθώς διηγούνται με θαυμασμό πολλά πνευματικά του τέκνα. Μερικοί που αμφέβαλλαν για τα χαρίσματα του Γέροντα δεν αργούσαν, όταν τον γνώριζαν καλά, να διαπιστώσουν πως πράγματι ήταν αληθινός άνθρωπος του Θεού. Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε τα χαρίσματα προς βοήθεια και σωτηρία των ψυχών κι όχι για να εκθέσει και ντροπιάσει ανθρώπους ή να καυχηθεί και να προβληθεί ο ίδιος. Με δάκρυα πολλά μιλούσε καθαρά για τα επερχόμενα δεινά· την κατοχή του 1940, την επιδρομή των Βουλγάρων, τον εμφύλιο πόλεμο. Διάβαζε τις καρδιές των ανθρώπων σαν ανοιχτό βιβλίο.

Η ελεημοσύνη του ήταν πάντοτε μυστική. Μόλις σκοτείνιαζε έστελνε κρυφά μ’ έμπιστους δικούς του ανθρώπους αναγκαία τρόφιμα και ρούχα στα σπίτια των φτωχών. Παρηγορούσε τους πενθούντες και φρόντιζε προσεκτικά τους νεκρούς. Αγαπούσε τα παιδιά, τα συμβούλευε στοργικά και τους μοίραζε απλόχερα δώρα. Έκρυβε πάντα τον εαυτό του και δεν ήθελε να φαίνεται και να τιμάται. Ο Γέροντας δεν ήθελε κανένας να φύγει από το μοναστήρι νηστικός. Μαγείρευε, φούρνιζε ψωμί και μοίραζε σε όλους ευλογία. Ήταν εργατικός, ακούραστος, ελεήμων και φιλάνθρωπος.

 

 Έξω στον δρόμο ήταν πάντα ευδιάθετος και χαρούμενος, μέσα στην εκκλησία ήθελε απόλυτη ησυχία και έλεγε «άξιος ο λειτουργός του υψίστου». Ακόμη και στον Εσπερινό ήταν όλοι όρθιοι. Ήταν πολύ αυστηρός στα θέματα της πίστης και έλεγε «την ώρα της Θείας Κοινωνίας να σηκώνουμε τα παιδιά, δεν πρέπει να σκύβει ο Ιερέας κρατώντας τον Χριστό. Επίσης δεν κοινωνούσε  ανεξομολόγητους.

Οι πιστοί έτρεφαν για όλα αυτά σεβασμό και αγάπη στον Γέροντα. Δεχόταν την αγάπη των τέκνων του, αλλά δεν την προκαλούσε και δεν την επιθυμούσε. Ήταν ταπεινός κι αγαπούσε ιδιαίτερα να μιλά για την αγία ταπείνωση. Ζούσε τελικά σε μια ιερή μοναξιά.

 

Η κοίμησή του

Τρεις μέρες πριν τον θάνατο του τελέσθηκε το μυστήριο του ιερού ευχελαίου και  μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Συγχώρεσε, ευλόγησε κι ευχήθηκε όλους. Κοιμήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1959. Οι τελευταίες λέξεις που ακούσθηκαν από τα χείλη του ήταν: «Της ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον, ευλογημένη Θεοτόκε». Είχε διανύσει ο Άγιος 58 ολόκληρα χρόνια μαρτυρίας, ομολογίας, ασκή­σεως, αγάπης, αυτοθυσίας.

Κηδεύθηκε στη Μονή του με δάκρυα από τον πολυπληθή λαό του Θεού. Και τάφηκε δίπλα στον Ιερό Ναό της Αναλήψεως που με κόπο είχε κτίσει.

 

 

Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αναλήψεως μάνδρας σεπτόν δομήτορα,

χαροποιού πένθους μύστην, καρδιακής

προσευχής, ταπεινώσεως και νήψεως

το έσοπτρον, ύμνοις, Γεώργιον, πιστοί,

ώσπερ ομολογητών, τιμήσωμεν νέον

εύχος, βοώντες, φρούρει θεόθεν,

σημειοφόρε, τους ικέτας σου.

δδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδδ.png
εεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε.png
ζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζ.png
bottom of page